- αὔξι
- αὔξι,A prosper! in epitaphs, Princeton Exp.Inscr.568, al.; cf. αὐξίτω ib. 159 (v A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ληξίφωτος — ληξίφωτος, ον (Α) αυτός που κοντεύει να σβήσει, ο αμυδρός στον φωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι (< θ. ληξ τού λήγω, πρβλ. λήξη) + φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. αυξί φωτος, πλησί φωτος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
πλησιφαής — ές, ΝΜΑ 1. (για τη σελήνη) γεμάτος φως, ολόφωτος, ολόγιομος 2. φρ. «πλησιφαής σελήνη» πανσέληνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α) + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. αυξι φαής, λειψι φαής] … Dictionary of Greek